(Όσοι αναζητούν την απάντηση περί ελεύθερων σκοπευτών μπορούν να ξεκινήσουν από το υστερόγραφο)
Πέντε τα ξημερώματα στην πλατεία Συντάγματος. Ένα μίγμα επαγγελματικής διαστροφής και αυπνίας με έστειλε με την κάμερα έξω από τη βουλή. Στις δεκάδες κενές καρέκλες που περιμένουν τους επισήμους έχουν ήδη τοποθετηθεί οι καρτέλες που εξηγούν σε ποιό σημείο κάθεται ο κάθε άρχοντας του τόπου: Ο πρωθυπουργός, ο πρόεδρος της Βουλής, ο αρχιεπίσκοπος… ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ κ.α. Η λίστα των μη εκλεγμένων που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας (ή των εκλεγμένων που βρίσκονται σε υψηλότερες θέσεις από αυτές στις οποίες τους έστειλε το εκλογικό σώμα) φαίνεται να μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο.
Υποπτεύομαι ότι σε λίγη ώρα θα ζητήσουν να δουν τη δημοσιογραφική μου διαπίστευση – την οποία δεν έχω – και θα με απομακρύνουν από την περιοχή με μικρότερες ή μεγαλύτερες δόσεις αστυνομικής ευγένειας. Τίποτα όμως δεν συμβαίνει. Για τις επόμενες επτά ώρες θα κυκλοφορώ άφοβα ανάμεσα σε χιλιάδες αστυνομικούς και ασφαλίτες χωρίς ούτε ένας να θεωρήσει ότι είναι αρμοδιότητά του να ζητήσει να δεί την ταυτότητά μου. Επισκέπτομαι τις θέσεις των επισήμων, κινηματογραφώ τα φορτηγά της αστυνομίας που κατεβάζουν και άλλα κάγκελα και περιφέρω τη νύστα μου ανάμεσα σε μια μπλε θάλασσα από πιλίκια.
Μετά τις επτά το πρωί το μπλε των ένστολων σπάει αιφνιδιαστικά με μικρές πινελιές άλλων χρωμάτων δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα σχεδόν… ερωτική. Δεκάδες αγόρια και κορίτσια σχηματίζουν πηγαδάκια σε διάφορα σημεία της πλατείας. Γελάνε και φλερτάρουν μεταξύ τους. Αν δώσεις όμως λίγο προσοχή διαπιστώνεις ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα χαιρετούν κάποιον ένστολο και μοιράζονται συντεταγμένα σε μικρότερες ομάδες – αν και όλοι δείχνουν να γνωρίζονται μεταξύ τους.
Πέραν πάσης αμφιβολίας η νέα γενιά των ασφαλιτών έχει βελτιωθεί αισθητά, ακόμη όμως έχουν πολλά να μάθουν. Το βλέμμα τους μου θυμίζει τους εκπαιδευόμενους της Μοσάντ και άλλων μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ που έστελναν να μας παρατηρούν στις φυλακές: Ένα βλέμμα διερευνητικό, αλλά και αισθητά ψαρωμένο απέναντι στον Άλλο – αυτόν που αμφισβητεί την κυριαρχία του καθεστώτος.
Η ώρα περνά και η παρέα διευρύνεται με τους ανθρώπους των Media που καταφθάνουν στην πλατεία. Στις πρώτες ζωντανές συνδέσεις μιλούν για μια «παρέλαση πριβέ» – η πραγματική είδηση είναι ότι στα γύρω τετραγωνικά χιλιόμετρα υπάρχει ίσως η μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάμεων καταστολής που έχει καταγραφεί στην ελληνική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών.
Το σκηνικό συμπληρώνεται από το κομβόι των πολυτελών οχημάτων που αφήνουν καραβιές επισήμων στο απέναντι πεζοδρόμιο αλλά και την άφιξη του προέδρου και του πρωθυπουργού. Στο μυαλό μου έρχονται σκόρπιοι στίχοι από το «Αντισταθείτε» του Μιχάλη Κατσαρού: «Αντισταθείτε σε αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες ατελείωτες τις παρελάσεις…. στον πρόεδρο του εφετείου αντισταθείτε… στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες». Και έχει πολλές παράτες για τις επόμενες ώρες. Μπορεί τα άρματα μάχης και τα μαχητικά αεροσκάφη να μην έρχονται στο ραντεβού, αφού δεν έχουμε ούτε βενζίνη να τα κινήσουμε, αλλά το χαμόγελο του πρωθυπουργού σε αποζημιώνει. Παρατηρώντας τον δίπλα στον αρχιεπίσκοπο αισθάνομαι ότι έχει γεννηθεί για να παρίσταται σε στρατιωτικές παρελάσεις. Μπορώ να τον φανταστώ σε ασπρόμαυρο φιλμ στην Χιλή του Πινοσέτ ή την Τουρκία του Εβρέν να καμαρώνει για την επιβολή του νεοφιλελευθερισμού κάτω από τις ερπύστριες των τανκς. Οι εποχές όμως έχουν αλλάξει. Όπως μας εξηγούσε πρόσφατα η Ναόμι Κλάιν, όταν την συναντήσαμε στη Νέα Υόρκη για τα γυρίσματα του Catastroika, αυτά που κάποτε επιβάλλονταν με τη δύναμη των όπλων τώρα προωθούνται με το φόβο της χρεοκοπίας. «Έχουμε χούντα και αυτός είναι ο μοναδικός επιστημονικός όρος να περιγράψουμε την κατάσταση», μου έλεγε πριν από μερικές ημέρες ο καθηγητής Σπύρος Μαρκέτος όταν τον συνάντησα στη Θεσσαλονίκη… «μια χούντα» συμπλήρωνε «δεν χρειάζεται να είναι στρατιωτική, μπορεί να είναι τραπεζική».
Η παρέλαση συνεχίζεται. Ο στρατός παρελαύνει μπροστά στους εκπροσώπους της ελληνικής οικονομικής ελίτ – μήπως αυτό δεν έκανε πάντα;
Μια απότομη κίνηση των δημοσιογράφων διακόπτει τις σκέψεις μου. Η παρέλαση έχει τελειώσει και ο Κάρολος Παπούλιας κάνει δηλώσεις. Η φωνή του δεν φτάνει στο σημείο που βρίσκομαι. Αναρωτιέμαι αν τον άγγιξε ότι για πρώτη φορά δεν παρέλασαν οι βετεράνοι του πολέμου. Ο απολογισμός τραγικός: αυτοί που έδιναν το αίμα τους για το έθνος δεν ήρθαν στην παρέλαση, το ίδιο το έθνος δεν είχε άδεια να παραστεί και οι μόνοι που τα κατάφεραν ήταν οι πολιτικοί, οι τραπεζίτες και οι πραιτοριανοί τους.
Η εικόνα της φετινής παρέλασης δεν θα μπορούσε να συμπυκνώνει με καλύτερο τρόπο τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος που οικοδομήθηκε στην Ελλάδα τα τελευταία δυο χρόνια: ένας μη ελεγμένος πρωθυπουργός-τραπεζίτης παρακολουθεί μια μεγάλη παράτα φρουρούμενος από ένα γιγαντιαίο μηχανισμό καταστολής. Οι πολίτες είναι απόντες και στη θέση τους βρίσκονται μόνο προεπιλεγμένοι δημοσιογράφοι (το σχόλιο δεν αφορά τους συναδέλφους που ήταν εκεί αλλά τα μέσα που εκπροσωπούσαν) οι οποίοι όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα να θέσουν ερωτήσεις.
Το έργο δεν είναι καινούργιο. Αρκετά ακόμη δικτατορικά καθεστώτα επέβαλαν παρόμοιους όρους στην ελληνική ιστορία. Ακόμη και αυτά όμως επιχείρησαν να οικοδομήσουν έστω και ένα στρεβλό και πάντοτε ψευδές κοινωνικό συμβόλαιο. Το καθεστώς Παπαδήμου τι έχει να αντιπροτείνει για να χρυσώσει το χάπι της κοινωνικής γενοκτονίας που εκτελεί κατ’ εντολή ξένων και ελληνικών τραπεζών;
Φεύγοντας συνάντησα την τελευτία ομάδα της σεμνής αυτής τελετής. Και άλλα νεαρά αγόρια και κορίτσια. Αυτή τη φορά καταλάβαινες αμέσως ότι δεν πρόκειται για ασφαλίτες. Το έβλεπες στα γιγαντιαία σήματα από επώνυμες φίρμες στα ακριβά τους T-shirt. Ήταν χαρούμενα και κιτς, σαν αφίσα της… ΠΑΣΠ – ΝΔΦΚ για διακοπές στη Μύκονο. Οι σύγχρονοι χειροκροτητές ενός καθεστώτος τεχνοκρατών.
Μια καπέλα ρωτούσε «που θα βρουν το λεωφορείο που τους έφερε» και που θα πάνε στη συνέχεια. Οι δυνάμεις μου όμως με είχαν εγκαταλείψει και το ρεπορτάζ δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Ας πάνε όπου θέλουν. Ας πάνε από εκεί που ήρθαν.
Υστερόγραφο
Υ.Γ Επιστρέφοντας στο σπίτι διαπίστωσα ότι ένα tweet που είχα δημοσιεύσει την προηγούμενη ημέρα είχε προκαλέσει μια σχετικά μεγάλη συζήτηση. Το Tweet έλεγε στα αγγλικά ότι η ελληνική κυβέρνηση θα χρησιμοποιούσε ελευθερους σκοπευτές εναντίον των διαδηλωτών.
Οι κατηγορίες που αντιμετώπισα ξεκινούν απο το ότι είμαι «κρατικοδίαιτος δημοσιογράφος» (;) και έφταναν σε εμπεριστατωμμένη και ενδιαφέρουσα κριτική. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Πηγή της πληροφορίας μου ήταν οι δηλώσεις που έκανε στη ΝΕΤ ο υφυπουργός Προστασίας του πολίτη Λευτέρης Οικονόμου ο οποίος μάλιστα δήλωσε ότι ελευθεροι σκοπευτές χρησιμοποιήθηκαν και στο παρελθόν. Δεν πρόκειται δηλαδή για διάδοση διαρροών, όπως κατηγορήθηκα, αλλά για αναπαραγωγή μιας δημόσιας δήλωσης και μάλιστα από τα πλέον αρμόδια χείλη. Όπως μαθαίνω μάλιστα το θέμα προκάλεσε και την αντίδραση του Σύριζα που δήλωσε ότι υπό αυτό το καθεστώς δεν μπορούμε να πάμε σε εκλογές.
Η διευκρίνιση του υπουργού ότι οι ελεύθεροι σκοπευτές δεν προορίζονται για τους πολίτες αλλά για τρομκράτες με αφήνει συνειδητά αδιάφορο. Την τελευταία δεκαετία οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχουν επανειλημμένα βαφτίσει τους πολίτες που διαμαρτύρονται σαν αλήτες, προβοκάτορες, εξτρεμιστές ή τρομοκράτες (η περίπτωση των μαθητών στη Λάρισσα που δικάστηκαν βάσει της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας αποτελεί ίσως το πιο τραγικό παράδειγμα).
Κάποιοι άλλοι με κατηγόρησαν γιατί έγραψα το μήνυμα στα αγγλικά, σημειώνοντας ότι με αυτό τον τρόπο θέλω να παρουσιάσω την Ελλάδα σαν δικτατορία. Έχουν απόλυτο δίκιο γιατί αυτό ακριβώς ήθελα να κάνω. Αν κάποιοι ντρέπονται να ζουν σε μια χώρα στην οποία οι υπουργοί απειλούν εμμέσως πλην σαφώς τους πολίτες τους με ελεύθερους σκοπευτές ας φροντίσουν να αλλάξουν τη χώρα.
Με το ίδιο σκεπτικό η λογική των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης ότι οι Έλληνες πρέπει να κάτσουν φρόνιμα (χωρίς απεργίες, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας κτλ) γιατί μας ρεζιλεύουν στο εξωτερικό μου προκαλεί αισθήματα ανείπωτης αηδίας. Όσοι ανταλλάσουν την ελευθερία με την καλή έξωθεν μαρτυρία δεν αξίζουν τίποτα από τα δυο.
Παρερμηνεύοντας τα λεγόμενά μου ορισμένοι ανέμεναν να χυθεί αίμα στους δρόμους της Αθήνας και πίστεψαν ότι αφού αυτό δεν έγινε η πληροφορία που μετέδωσα ήταν ψευδής. Όταν λέμε όμως ότι μια κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει μια συγκεκριμένη ομάδα των δυνάμεων καταστολής αυτό σημαίνει απλώς ότι θα κινητοποιηθούν, όχι ότι είναι υποχρεωμένοι να αδειάσουν τα όπλα τους. Με το ίδιο σκεπτικό οταν λέμε ότι θα χρησιμοποιηθούν σκυλιά της αστυνομίας σε μια επιχείρηση δεν εννούμε ότι είναι υποχρεωμένα να μας δαγκώσουν.
Στο σημείο αυτό όμως ερχόμαστε στην ουσία του ζητήματος το οποίο συνδέεται άμεσα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ελεύθερων σκοπευτών. Οι συγκεκριμένες ομάδες είναι αποτελεσματικές και κάνουν καλά τη δουλειά τους μόνο όταν είναι αθέατες από τον κόσμο. Όταν λοιπόν ένας υπουργός αναφέρεται σε αυτές το κάνει με μοναδικό στόχο να τρομοκρατήσει τους αντιπάλους του – στη συγκεκριμένη περίπτωση δηλαδή και σύμφωνα με το σκεπτικό που ανέπτυξα τους έλληνες πολίτες. Η αίσθηση ενός αόρατου όπλου που μπορεί να σου φυτέψει μια σφαίρα ανά πάσα στιγμή παραπέμπει ευθέως στους ελεύθερους σκοπευτές του Σεράγεβο, ή ακόμη χειρότερα στα Δεκεμβριανά του 1944.
Και ερχόμαστε έτσι στην πραγματικά εποικοδομητική και καλοδεχούμενη κριτική που λέει ότι αναπαράγοντας τις δηλώσεις για τους ελεύθερους σκοπευτές ενίσχυσα ουσιαστικά ένα μηχανισμό τρομοκράτησης των πολιτών. Αν και δεν μπορώ να απολογηθώ γιατί αναπαρήγαγα μια είδηση (θυμίζω ότι είναι δημόσια τοποθέτηση και όχι διαρροή) κατανοώ απόλυτα το σκεπτικό της κριτικής. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι δεν γνωρίζω πλέον ποιά είναι τα όρια αυταρχισμού της συγκεκριμένης τραπεζικής δικτατορίας αλλά και των καθεστώτων που μας οδήγησαν σε αυτή.
Σκεφτείτε πόσο παράλογο θα θεωρούνταν πριν από το Δεκέμβρη του 2008 να κατηγορούνται μαθητές σαν τρομοκράτες. Ποιός θα πίστευε πριν από μερικά χρόνια ότι ο Χρυσοχοϊδης θα επέβαλε τις προληπτικές προσαγωγές ακυρώνοντας την ίδια την αρχή του habeas corpus για να φέρει την Ελλάδα στο δικαιικό καθεστώς του Μεσαίωνα; Γιατί είναι λογικο να ρίχνει η αστυνομία 2.000 δακρυγόνα σε μια πλατεία και είναι υπερβολή για έναν δημοσιογράφο να αναπαράγει δηλώσεις υπουργών για ελεύθερους σκοπευτές; Τη στιγμή που οι «ναυαρχίδες» του Τύπου επισύουν ανενόχλητες πλέον το φάντασμα του εμφυλίου πολέμου εμείς πρέπει να αποκρύπτουμε τις απειλές χρήσης βίας της κυβέρνησης;
Οι άνθρωποι αυτοί είναι αδίστακτοι και μόνο ως τέτοιους μπορούμε και πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε.
Η 25η Μαρτίου είναι δική μας γιορτή και μας την στέρησαν. Δεν είναι γιορτή της εθνικής συμφιλίωσης ούτε της αγάπης και των λουλουδιών. Είναι η γιορτή μιας επανάστασης που γεννήθηκε για να νικήσει όχι μόνο μια ξένη δύναμη αλλά κυρίως τους Έλληνες κοτσαμπάσηδες. Είναι η γιορτή του Γεώργιου Καραϊσκάκη που έπεσε από ελληνικό βόλι ψιθυρίζοντας «αν γίνω καλά θα τον χαλάσω εγώ αυτόν που με βάρεσε, εάν ψοφήσω κλάστε μου το μπούτσο». Είναι η γιορτή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που κύρηξε τον πόλεμο στους νενέκους φωνάζοντας «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Και όσες δικτατορίες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την φλόγα αυτής της επανάστασης για να ενισχύσουν τα εθνικοπατριωτικά τους διαπιστευτήρια στο τέλος κάηκαν από τη φλόγα της. |